- υπναγωγά
- τα, Ν(φαρμ.) βλ. υπναγωγός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπναγωγός — ό, Ν (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υπναγωγά (ενν. φάρμακα) υπνωτικά φάρμακα με ταχεία έναρξη και βραχεία διάρκεια δράσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypnagogue < hypn(o) (< ὑπνος) + agogue (< αγωγός)] … Dictionary of Greek